- πηλίκας
- πηλίκᾱς , πηλίκοςhow greatfem acc plπηλίκᾱς , πηλίκοςhow greatfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πήλικας, Σπυρίδων — Νομομαθής (Κωνσταντινούπολη 1805 – Παρίσι 1861). Όταν το 1837 ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο της Αθήνας, ο Π., διορίστηκε επίτιμος καθηγητής του Ρωμαϊκού και του Ποινικού Δικαίου. Τον επόμενο χρόνο έγινε εφέτης και στη συνέχεια έγινε αρεοπαγίτης (1840) … Dictionary of Greek
Греция в годы Крымской войны — Военные события 1853 1854 гг. в соседних с Грецией, османских провинциях были вызваны и происходили параллельно с Крымской войной. Военные действия были необъявленной войной Греческого королевства против Османской империи. После англо… … Википедия